παρθολέτης

παρθολέτης
ὁ Α
ο εξολοθρευτής τών Πάρθων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Πάρθοι + ὀλέτης (< ὄλλυμι «καταστρέφω, αφανίζω»), πρβλ. ανδρ-ολέτης].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”